επιμαστίδιος

επιμαστίδιος
ἐπιμαστίδιος, -ον (Α)
(για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-μαστίδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμαστίδιος — on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαστίδιον — ἐπιμαστίδιος on masc/fem acc sg ἐπιμαστίδιος on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαστιδίους — ἐπιμαστίδιος on masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαστιδίων — ἐπιμαστίδιος on masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμάζιος — ἐπιμάζιος, ον (Α) επιμαστίδιος …   Dictionary of Greek

  • επιμάστιος — ἐπιμάστιος, ον (Α) επιμαστίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι μάστιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”